ἐμβατήριος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβατήριον — ἐμβατήριος of masc/fem acc sg ἐμβατήριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβατηρίοις — ἐμβατήριος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβατηρίου — ἐμβατήριος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβατηρίους — ἐμβατήριος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβατηρίων — ἐμβατήριος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβατηρίῳ — ἐμβατήριος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβατήρια — ἐμβατήριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβατήριοι — ἐμβατήριος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμβατήριο — Μουσική οργανική σύνθεση σε διμερή ρυθμό, τον οποίο υπαγορεύει η ανάγκη του ομαδικού και ομοιόμορφου βαδίσματος. Το είδος αυτό έχει αρχαιότατη προέλευση. Στην αρχαιότητα, οι θρησκευτικές ή στρατιωτικές πομπές, καθώς και οι χορωδοί της αρχαίας… … Dictionary of Greek